- γκραβαρίτης
- ο нищий, попрошайка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Γκραβαρίτης — και Κραβαρίτης, ο 1. αυτός που κατοικεί στα Κράβαρα (περιοχή τής Ναυπακτίας) ή κατάγεται από εκεί 2. επαίτης από αυτήν την περιοχή 3. επαίτης 4. αυτός που εκλιπαρεί για βοήθεια με αναξιοπρεπή τρόπο … Dictionary of Greek
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek